top of page

A

n

u

b

i

s

1

9

9

5

     «Έλεγχος εδάφους...»

     «Ακούω Rossi...»

     «Είμαι στα τριάντα πέντε σαράντα έξη είκοσι οκτώ».

     «Ωραί... αν... δε... σσσσσσ... τότε... π...»

     «Επανέλαβε...»

     «Αν.................. τό... ε... δ...»

     «Έλεγχος εδάφους...»

     «..................................»

     «Έλεγχος εδάφους...»

     «..................................»

     Άλλαξε κανάλι περνώντας σ' ένα ανοιχτό, χωρίς κωδικοποίηση γραμμής, γιατί αυτό μάλλον έφταιγε, δεν ήταν κι η πρώτη φορά που συνέβαινε βέβαια, θέματα ρουτίνας...

     «Φύλακας έξη καλεί Μητέρα τέσσερα...»

     «Ακούω, Φύλακα έξη. Τι θα γίνει; Κάθε φορά τα ίδια...»

     «Εγώ φταίω; Καλά να τα πάθουμε. Όπως τους παλιούς καλούς καιρούς... Τέλος πάντων...»

     «Δώσε τη θέση σου».

     «Τέσσερα σαράντα πέντε δύο είκοσι οκτώ».

     «Τέσσερα σαράντα πέντε δύο είκοσι οκτώ».

     «Ok»

     «Ok. Δεν είσαι μηδέν μηδέν ακόμη, Φύλακα έξη».

     «Το ξέρω. Περίμενε, Μητέρα τέσσερα».

     Διόρθωσε τη θέση του δίνοντας όλη την ισχύ στον δεξιό βοηθητικό κινητήρα. Το σκάφος τραντάχτηκε ελαφριά και τα φώτα τρεμόσβησαν, αλλά επανήλθαν.

     «Φύλακας έξη καλεί Μητέρα τέσσερα».

     «Ακούω, Φύλακα έξη. Είσαι μηδέν μηδέν. Τον βλέπεις τον Intelsat12;»

     «Δεν ξέρω. Θ’ ασχοληθώ σε λίγο μ’ αυτό. Έχω ελάχιστες απώλειες ενέργειας, νομίζω».

     «Τι έχεις;»

     «Έχω ελάχιστες απώλειες ενέργειας».

     «Πρόσεχε τους βοή... ρες. Αυτοί φταίνε. Το ξέρεις άλλωστε».

     «Κι εγώ το ξέρω κι εσείς έχετε ξανά παράσιτα».

     «Επαν......»

     «Μητέρα τέσσερα ακούει Φύλακα έξη;»

     «Ok Φύλακα έξη».

     «Θέλω αναφορά επικοινωνιών».

     «Ενενήντα εννιά κόμμα εννιά... Εκατό...»

     «Επανέλαβε, Μητέρα τέσσερα».

     «Ενενήντα ενννν…. τ......  εκ......»

     «Επανέλαβε, Μητέρα τέσσερα».

     «............ σ... αν.........»

     «Επανέλαβε, Μητέρα τέσσερα».

     «............................»

     «Μητέρα τέσσερα».

     «............................»

     Κοίταξε έξω.

     «Μητέρα τέσσερα».

     «............................»

     Έσκυψε λίγο προσπαθώντας να δει κι άλλο προς τα κάτω.

     «Μητέρα τέσσερα».

     «............................»

     Άλλαξε κανάλι.

     «............................»

     Κι άλλο.

     «............................»

     Κι άλλο.

     «............................»

     Πέρασε στα κανάλια παγκόσμιας ανοιχτής λήψης. Τώρα λογικά έπρεπε να τον ακούν και οι ραδιοφω-νικοί σταθμοί στα χωριά των νησιών του Πάσχα, ή και πέρα βαθιά στις Ρωσικές στέπες.

     «This is Lucky Star Six, lifeboat spaceship, anyone read me?»

     «........................»

     «This is Lukcy Star Six, lifeboat spaceship, anyone read me?»

     «........................»

     Πάτησε το πλήκτρο επανεκκίνησης των συστημάτων επικοινωνιών και μετά από δύο ακριβώς δευτερόλεπτα το είδε.

     Η ένδειξη της απόλυτης έλλειψης ενέργειας στα συστήματα επικοινωνιών ήταν ήδη αναμμένη εδώ και ώρα μόνο που το ηχητικό σήμα ήταν ανενεργό μια που ο ίδιος το είχε απενεργοποιήσει.

     Έβγαλε το ελαφρύ σκάφανδρο στερεώνοντάς το δίπλα του.

     «Α! Επιτέλους, ρε, παιδί μου! Σα το ποντίκι...» είπε ρουφώντας το δέκα φορές ποιο καθαρό από της Φλωρεντίας, οξυγόνο, της καμπίνας του.

     Έλυσε τις ζώνες.

     Σηκώθηκε κι έβγαλε το πάνω μέρος της στολής αφήνοντάς το για λίγο να αιωρείται, αφού στο ενδιάμεσο άνοιξε το φαγητό του. Έβαλε τη στολή στη θέση της. Από την τελευταία του αυτή κίνηση είχε ήδη σταματήσει να πατά κάτω. Αφέθηκε. Κόλλησε στο ταβάνι προσέχοντας να μην πατήσει διακόπτες άθελά του. Έκανε δυο στροφές στον αέρα κι έφτασε μέχρι την πόρτα της καμπίνας διαμονής και ύπνου. Πάτησε ένα πλήκτρο και η πόρτα άνοιξε βγάζοντας τον ήχο του πιεσμένου αέρα. «Παλιές καλές εποχές...» είπε μονολογώντας και συνέχισε μέσα στην καμπίνα ύπνου. Πάτησε το διακόπτη για τον φωτισμό κι ένα λευκό φως τρεμόπαιξε μέχρι που έγινε απόλυτα σταθερό. Έφτασε στο κρεβάτι. Πέρασε δίπλα του και καθώς ήταν σε εντελώς παράλληλη θέση σε σχέση με το πάτωμα άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας. Μπήκε και κατέβασε το παντελόνι της στολής του. Κάθισε, αφού τοποθέτησε το σώμα του σε απόλυτη εφαρμογή με όλους τους σωλήνες και τις προεξοχές που υπήρχαν σ' αυτήν που θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο της πιο παράδοξης λεκάνης του κόσμου.

Ακούστηκε θόρυβος απορροφητήρα. «Παλιές καλές εποχές!» είπε δυνατά γελώντας.

     Αλλά δεν είχε κανένα λόγο να γελά.

Απόσπασμα

bottom of page